Ἀγαύην

Ἀγαύην
Ἀγαύη
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγαυήν — Ἀγαυή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαυήν — ἀγαυός illustrious fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”